κατάψυχος

κατάψυχος
ὁ και κατάψυχο, το (Α κατάψυχος, -ον, Μ κατάψυχον)
βραδινή ή πρωινή δροσιά, δροσερός καιρός
νεοελλ.
η ευχάριστη δροσιά σε εποχή θέρους, που προέρχεται από σκιά και κατάβρεγμα τού εδάφους ή επικρατεί σε υπόγειους τόπους
μσν.
σκιερός και δροσερός τόπος
αρχ.
(μόνο το επίθ.) δροσερός, σκιερός, σύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ψῦχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταψύχω — κατάψυχος opacus masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres subj act 1st sg καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάψυχον — κατάψυχος opacus masc/fem acc sg κατάψυχος opacus neut nom/voc/acc sg κατάψῡχον , καταψύχω cool imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατάψῡχον , καταψύχω cool imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύχων — κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen pl καταψύ̱χων , καταψύχω cool pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάψυχε — κατάψυχος opacus masc/fem voc sg κατάψῡχε , καταψύχω cool pres imperat act 2nd sg κατάψῡχε , καταψύχω cool imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”