- κατάψυχος
- ὁ και κατάψυχο, το (Α κατάψυχος, -ον, Μ κατάψυχον)βραδινή ή πρωινή δροσιά, δροσερός καιρόςνεοελλ.η ευχάριστη δροσιά σε εποχή θέρους, που προέρχεται από σκιά και κατάβρεγμα τού εδάφους ή επικρατεί σε υπόγειους τόπουςμσν.σκιερός και δροσερός τόποςαρχ.(μόνο το επίθ.) δροσερός, σκιερός, σύσκιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ψῦχος].
Dictionary of Greek. 2013.